- επίσχεση
- η (Α ἐπίσχεσις) [επέχω]1. παρεμπόδιση, σταμάτημα, συγκράτηση («ἐπίσχεσις γενέσεώς ἐστι», Πλάτ.)2. ιατρ. έλλειψη ή κατάπαυση φυσιολογικής ρύσεως («επίσχεση τών ούρων»)νεοελλ.1. (νομ.) α) η συνέχιση τής φυλακίσεως τού οφειλέτη και μετά την παύση τού λόγου που προκάλεσε την πρώτη φυλάκιση, έπειτα από αίτηση τού δανειστήβ) «επίσχεση εγγράφων» — η από δικηγόρους, συμβολαιογράφους, δικαστικούς κλητήρες κ.λπ. κατακράτηση εγγράφων που έχουν στα χέρια τους ώς την πληρωμή τών οφειλομένων σ’ αυτούς τελών και δικαιωμάτων2. θεολ. σοφιστικό δόγμα τών ιησουιτών θεολόγων, κατά το οποίο επιτρέπεται ενδόμυχη ομολογία αντίθετη με τα ψεύδη που λέγονται φανερά, εφόσον έτσι εξυπηρετείται μια δίκαιη υπόθεση, αλλιώς «νοητική επιφύλαξη»αρχ.1. δισταγμός, απροθυμία, ενδοιασμός («ἐπεὶ οὔ τις ἐπίσχεσις οὐδ’ ἐλεητὺς ἀλλοτρίων χαρίσασθαι», Ομ. Οδ.)2. αναβολή, χρονοτριβή («καὶ κατὰ τὴν ἄλλην πορείαν ἡ σχολαιότης διέβαλεν αὐτόν, μάλιστα δὲ ἡ ἐν Οἰνόῃ ἐπίσχεσις», Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.